- αντικνήμιο
- το (Α ἀντικνήμιον)το μπροστινό μέρος της κνήμης, το καλάμι του ποδιού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κνήμη — Το τμήμα του κάτω άκρου, δηλαδή του ποδιού, που περιλαμβάνεται μεταξύ των αρθρώσεων του γόνατος και της ποδοκνημικής· ανατομικά, διακρίνεται σε δύο μέρη: το εμπρός και το πίσω, που χωρίζονται μεταξύ τους από έναν υμένα που εκτείνεται μεταξύ… … Dictionary of Greek
κνημία — η (AM κνημία) [κνήμη] ακτίνα τροχού αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) το αντικνήμιο* β) στον πληθ. αἱ κνημίαι i) τα καλύμματα τής άμαξας ii) φθορές 2. (κατά τον Φώτ.) το πόδι καρέκλας … Dictionary of Greek
σπονδυλωτά — Ζώα που αποτελούν ένα τμήμα του τύπου των χορδωτών, ο οποίος υποδιαιρείται με τη σειρά του στους δυο υποτύπους των αγνάθων και των γναθόστομων. Ο πρώτος υποτύπος περιλαμβάνει τις δυο τάξεις των οστρακόδερμων (απολιθωμένων σ. που έζησαν κατά το… … Dictionary of Greek
πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… … Dictionary of Greek